Η κλινική ύπνωση αποτελεί μια χρήσιμη παρέμβαση για την αντιμετώπιση πολλών ψυχολογικών αλλά και ιατρικών προβλημάτων, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Παρόλο που η κλινική ύπνωση έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών ερευνών σε θεωρητικό, κλινικό και πειραματικό επίπεδο, ένας μεγάλος αριθμός από αυτές δεν πληροί τα απαιτούμενα σχετικά μεθοδολογικά κριτήρια, αποδυναμώνοντας με αυτόν τον τρόπο την εγκυρότητα των ευρημάτων τους. Παρά τις αδυναμίες, οι μετα-αναλύσεις δείχνουν ότι τελικά τα ευρήματα των μελετών υποδηλώνουν ότι η κλινική ύπνωση ως συμπληρωματική παρέμβαση, παράλληλα με άλλες ιατρικές ή ψυχολογικές παρεμβάσεις, συμβάλλει στη διαχείριση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων κλινικής ύπνωσης βασίζονται στα κριτήρια που θεσπίστηκαν από τους Chambless και Hollon (1998), τα οποία θεωρούνται από τα πλέον αυστηρά στη βιβλιογραφία. Επομένως, το γεγονός ότι κάποια μελέτη μπορεί να μην καλύπτει όλα τα κριτήρια, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η θεραπεία υπό αξιολόγηση δεν είναι αποτελεσματική, αλλά ότι απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση και βελτίωση των εν λόγω παρεμβάσεων ώστε να εκπληρωθούν τα συγκεκριμένα κριτήρια (Lynn et al, 2000). Διαχείριση πόνου Ένα από τα πεδία όπου η αποτελεσματικότητα των εφαρμογών κλινικής ύπνωσης έχει υποστηριχθεί από πολλές μελέτες είναι η διαχείριση του χρόνιου και του οξέος πόνου (Lynn et al, 2000, Montgomery, DuHammel & Redd, 2000).
Οι παρεμβάσεις ύπνωσης για τον πόνο έχουν κριθεί ως «αποτελεσματικές» από το Εθνικό Ινστιτούτο Αξιολόγησης της Τεχνολογίας της Υγείας των Η.Π.Α. (National Institute of Health Technology Assessment Panel Report) (1996). Η μετα-αναλυτική βιβλιογραφική ανασκόπηση των Montgomery et al. (2000) σχετικά με την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων ύπνωσης για τη διαχείριση του πόνου, έδειξε ότι οι παρεμβάσεις ύπνωσης μπορούν να ανακουφίσουν από διαφορετικά είδη πόνου το 75% του πληθυσμού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η υπνωτική αναλγησία συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη μείωση τόσο του πραγματικού όσο και του πειραματικά προκαλούμενου πόνου, ακόμη και σε σχέση με άλλες φαρμακευτικές ή ψυχολογικές παρεμβάσεις.
Σε σχέση με τις καταστάσεις χρόνιου πόνου, η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας των Elkins, Jensen & Patterson (2007) έδειξε ότι οι παρεμβάσεις ύπνωσης ήταν σημαντικά αποτελεσματικότερες από την έλλειψη θεραπείας για τη μείωση του πόνου, αλλά και περισσότερο αποτελεσματικές από ψυχοεκπαιδευτικές παρεμβάσεις ή φυσιοθεραπεία. Επίσης, η αίσθηση της μείωσης του πόνου διατηρήθηκε για αρκετούς μήνες μετά από την παρέμβαση. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι παρεμβάσεις ύπνωσης σε ασθενείς που υποφέρουν από διαταραχές χρόνιου πόνου συμβάλλουν όχι μόνο στην αναλγησία, αλλά και στη διαχείριση του άγχους, τη βελτίωση του ύπνου και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής (Jensen et al., 2006). Επιπλέον, η ύπνωση δεν προκαλεί παρενέργειες και δεν ενέχει κινδύνους ανεπιθύμητων ενεργειών (Hammond, 2007).
Διαταραχές Άγχους και Κατάθλιψης
Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι παρεμβάσεις κλινικής ύπνωσης μπορεί να συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα της Γνωσιακής-Συμπεριφοριστικής Θεραπείας (ΓΣΘ). Οι Schoenberger, Kirsch, Gearan, Montgomery, και Parstynak (1997), διερεύνησαν την αποτελεσματικότητα της ΓΣΘ παρέμβασης για το άγχος ομιλίας μπροστά σε ακροατήριο, στην οποία είτε περιλαμβάνονταν συμπληρωματικές παρεμβάσεις ύπνωσης είτε χαλάρωσης. Παρόλο που το άγχος μειώθηκε και στις δύο ομάδες συμμετεχόντων, ωστόσο το άγχος μειώθηκε συντομότερα στους συμμετέχοντες που έλαβαν συμπληρωματική θεραπεία με τεχνικές ύπνωσης.
Οι Van Dyck και Spinhoven (1997) διεξήγαγαν μελέτη για να διερευνήσουν κατά πόσον ο συνδυασμός της έκθεσης παράλληλα με τεχνικές ύπνωσης είναι αποτελεσματικότερος από την απλή έκθεση στη διαχείριση του φόβου και της αποφυγής σε ασθενείς με αγοραφοβία. Στις περιπτώσεις αυτές διαπιστώθηκε ότι η εφαρμογή των τεχνικών ύπνωσης δεν επηρέασε την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. O Ηammond (2010) σε ανασκόπηση της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής τεχνικών ύπνωσης σε προβλήματα που σχετίζονται με το άγχος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αντιπροσωπεύουν μια γρήγορη, οικονομική και ασφαλή εναλλακτική παρέμβαση σε σχέση με τη φαρμακευτική αγωγή.
Υπάρχει μεγάλος όγκος μελετών που παρέχει αδιαμφισβήτητα στοιχεία ότι η ύπνωση είναι αποτελεσματική για τη διαχείριση του άγχους που σχετίζεται με συγκεκριμένες καταστάσεις, όπως το άγχος πριν από τις εξετάσεις, καθώς και σε σωματικές διαταραχές που σχετίζονται με το άγχος, όπως οι πονοκέφαλοι και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Εντούτοις, απαιτείται περισσότερη διερεύνηση για την αποτελεσματικότητα της ύπνωσης στη διαχείριση του άγχους ως στοιχείου της προσωπικότητας και σε διαταραχές όπως η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή.
Ο Alladin (2010) δημοσίευσε μία αναλυτική περιγραφή των εφαρμογών της ύπνωσης συμπληρωματικά με ΓΣΘ παρεμβάσεις για την κατάθλιψη, όπου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να τεκμηριωθεί η αποτελεσματικότητα της υπνοθεραπείας. Αν και υπάρχουν ενδείξεις, όπως η μελέτη των Alladin και Alibhai (2007), που δείχνουν ότι η συμπληρωματική εφαρμογή τεχνικών ύπνωσης στη ΓΣΘ για την κατάθλιψη επιφέρει μεγαλύτερη βελτίωση των συμπτωμάτων, που διατηρείται ακόμη και μετά από ένα έτος από τη λήξη της παρέμβασης, οι υπάρχουσες μελέτες δεν επαρκούν για να κριθεί η παρέμβαση ως αποτελεσματική.
Ψυχοσωματικές διαταραχές
Οι Flammer και Alladin (2007) δημοσίευσαν μετά-ανάλυση σχετικά με την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας παρεμβάσεων κλινικής ύπνωσης για τη θεραπεία ψυχοσωματικών διαταραχών. Στην εργασία συμπεριλήφθηκαν μελέτες όπου εφαρμόστηκε αποκλειστικά η ύπνωση ως παρέμβαση, σε σχέση με την τυπική ιατρική περίθαλψη και με ομάδες ελέγχου που δεν έκαναν θεραπεία. Τα αποτελέσματα έδειξαν μέτρια αποτελεσματικότητα της ύπνωσης για τις ψυχοσωματικές διαταραχές. Ωστόσο, υπήρχαν αρκετά μεθοδολογικά προβλήματα, τόσο ως προς τον ορισμό των ψυχοσωματικών διαταραχών όσο και ως προς το σχεδιασμό πολλών μελετών, για παράδειγμα δεν ελάμβαναν υπόψη παράγοντες όπως η ηλικία των συμμετεχόντων ή η σοβαρότητα των συμπτωμάτων τους. Αυτό παραπέμπει στην ανάγκη για συστηματικότερη διερεύνηση του πεδίου.
Διακοπή του καπνίσματος και παχυσαρκία
Οι Green και Lynn (2000) δημοσίευσαν βιβλιογραφική ανασκόπηση όπου οι παρεμβάσεις ύπνωσης βαθμολογούνται ως «πιθανώς αποτελεσματικές» για τη διακοπή του καπνίσματος σύμφωνα με τα κριτήρια των Chambless και Hollon (1998). Οι παρεμβάσεις ύπνωσης έχει βρεθεί ότι είναι αποτελεσματικότερες από την μη εφαρμογή θεραπείας και ισοδυναμούν σε αποτελεσματικότητα με άλλες παρεμβάσεις, όπως η τροποποίηση της συμπεριφοράς και η εκπαίδευση για την υγεία.
Ωστόσο, δεν έχει βρεθεί ότι οι παρεμβάσεις ύπνωσης είναι αποτελεσματικότερες. Η προσθήκη παρεμβάσεων ύπνωσης συμπληρωματικά με τη ΓΣΘ θεραπεία για την παχυσαρκία θεωρείται ως «ενδεχομένως αποτελεσματική» (Schoenberger, 2000). Οι ομάδα που παρακολουθούσε ΓΣΘ για την παχυσαρκία με μία ομάδα που παρακολουθούσε ΓΣΘ παράλληλα με τεχνικές ύπνωσης. Διαπιστώθηκε ότι, ενώ και οι δύο παρεμβάσεις είχαν παρόμοια αποτελεσματικότητα, η ομάδα ασθενών όπου εφαρμόστηκαν οι τεχνικές ύπνωσης είχε περισσότερο μακροχρόνια θεραπευτικά οφέλη.
Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΥΠΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ
Γαστρεντερικές διαταραχές
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι μία διαταραχή της γαστρεντερικής λειτουργίας, που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα συμπτώματα κοιλιακής δυσφορίας ή πόνου, τα οποία σχετίζονται με μεταβολή της συνηθισμένης λειτουργίας του εντέρου (είτε δυσκοιλιότητα είτε διάρροια ή και τα δύο). Αποτελεί τη συνηθέστερη διαταραχή που συναντούν οι γαστρεντερολόγοι στην κλινική πράξη. Η αιτιολογία της είναι σύνθετη, αλλά η συναισθηματική πίεση, ο θυμός και η κατάθλιψη επηρεάζουν αρνητικά την εμφάνιση των συμπτωμάτων της. Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργικότητα του ατόμου, ανάλογα με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων του.
Οι συμβατικές ιατρικές θεραπείες για το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου δεν είναι ικανοποιητικές για περισσότερους από τους μισούς ασθενείς, οι οποίοι, παρά τις προσπάθειές τους, συνεχίζουν να υποφέρουν από χρόνια συμπτώματα. Η παρέμβαση της κλινικής ύπνωσης ως συμπληρωματικής της ΓΣΘ έχει βρεθεί ότι είναι αποτελεσματική για την αντιμετώπιση του συνδρόμου. Επιπλέον, η ύπνωση βοηθά στη βελτίωση των εντερικών συμπτωμάτων, στην ψυχολογική ευεξία και στη βελτίωση της ποιότητα ζωής των ασθενών, ακόμη και εκείνων που δεν ανταποκρίθηκαν σε συνήθεις ιατρικές θεραπείες (Whorwell, 2006). Παρόλο που οι μηχανισμοί μέσω των οποίων οι παρεμβάσεις ύπνωσης συμβάλλουν στη θεραπεία του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου δεν είναι ακόμη γνωστοί, έχει προταθεί ότι τα αποτελέσματα της ύπνωσης σχετίζονται με μεταβολές στην ευαισθησία του εντέρου και με τη βελτίωση των ψυχολογικών παραγόντων.
Χειρουργική
Οι χειρουργικές επεμβάσεις θεωρούνται πηγή ψυχολογικής πίεσης και οι ασθενείς βιώνουν υψηλά επίπεδα άγχους και δυσφορίας πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από τις σχετικές ιατρικές διαδικασίες. Τεχνικές ύπνωσης έχουν χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματικές στις ψυχολογικές παρεμβάσεις για την ανακούφιση του άγχους λόγω της επέμβασης και συμπληρωματικά της φαρμακευτικής αναισθησίας. Επίσης, έχουν χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της δοσολογίας της αναλγητικής φαρμακευτικής αγωγής πριν και μετά την επέμβαση, τη μείωση της αιμορραγίας και του χρόνου νοσηλείας, καθώς και για να διευκολύνουν την μετεγχειρητική αποκατάσταση και επούλωση (Pinnel & Covino, 2000). Ο Blankfield (1991) σε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ύπνωσης, των προτάσεων υποβολής και της χαλάρωσης σε ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα των ψυχολογικών παρεμβάσεων στην αποκατάσταση αυτών των ασθενών.
Οι Faymonville et al. (1997) συνέκριναν την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων ύπνωσης σε σχέση με παρεμβάσεις διαχείρισης του στρες για τη μείωση της περιεγχειρητικής δυσφορίας κατά τη διάρκεια αναισθησίας για πλαστική χειρουργική επέμβαση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ομάδα που δέχθηκε την παρέμβαση της ύπνωσης χρειάστηκε λιγότερη αναλγητική αγωγή και βίωσε μεγαλύτερη ανακούφιση από τον πόνο και το άγχος πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διαδικασία της επέμβασης. Οι Montgomery, David, Winkel, Silverstein και Bovbjerg (2002) σε μετα-ανάλυση των μελετών που είχαν χρησιμοποιήσει παρεμβάσεις ύπνωσης σε χειρουργικούς ασθενείς σχετικά με την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων και το κατά πόσον υπήρχε διαφορά μεταξύ των μεθόδων της υπνωτικής επαγωγής (δια ζώσης ή ηχογραφημένη), διαπίστωσαν ότι κατά μέσο όρο το 89% των χειρουργικών ασθενών επωφελήθηκε από τις παρεμβάσεις ύπνωσης σε σύγκριση με τους ασθενείς στις ομάδες ελέγχου.
Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι τα ευεργετικά αποτελέσματα της ύπνωσης ήταν εμφανή και στις έξι κατηγορίες κλινικών δεικτών που μελετήθηκαν, δηλαδή το βαθμό αρνητικού συναισθήματος, τα επίπεδα πόνου, τη λήψη αναλγητικής αγωγής, τους οργανικούς δείκτες, την ανάνηψη του ασθενούς και τη διάρκεια του χρόνου νοσηλείας. Επίσης, τα θεραπευτικά οφέλη της ύπνωσης παρατηρήθηκαν τόσο στις υποκειμενικές αναφορές των ασθενών όσο και στις αντικειμενικές μετρήσεις. Σχετικά με τη μέθοδο υπνωτικής επαγωγής, δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο μεθόδων. Οι Faymonville, Meurisse και Fissette (1999) επανεξέτασαν 1.650 περιπτώσεις χειρουργικών επεμβάσεων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές ύπνωσης σε συνδυασμό με άλλες διαδικασίες και «μέθη», αντί για γενική αναισθησία.
Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι οι ασθενείς επωφελούνταν από την ύπνωση, καθόσον ανέφεραν μεγαλύτερη ευεξία και ενεργό συμμετοχή, ταχύτερη ανάνηψη και μικρότερη διάρκεια νοσηλείας, σε σύγκριση με τους ασθενείς που υποβάλλονταν σε γενική αναισθησία (Baglini et al., 2004; Faymonville et al., 1999). Οι Schnur, Kafer, Marcus και Montgomery (2008) πραγματοποίησαν μία μετα-ανάλυση που περιελάμβανε την πλέον εκτεταμένη επανεκτίμηση των μελετών σχετικά με την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων ύπνωσης για τη μείωση της συναισθηματικής δυσφορίας που σχετίζεται με χειρουργικές επεμβάσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι περίπου το 82% των ασθενών που υποβάλλονται σε παρεμβάσεις ύπνωσης αναφέρουν χαμηλότερα επίπεδα συναισθηματικής δυσφορίας.