Όπως είδαμε, το άγχος αποτελεί ένα φυσιολογικό και χρήσιμο στοιχείο του οργανισμού, που συμβάλλει στην εξέλιξη και την ωρίμανση του ατόμου. Μερικές φορές αποτελεί δομικό στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου ή μπορεί να εμφανίζεται περιστασιακά. Το άγχος εκδηλώνεται με ψυχολογικά αλλά και με σωματικά συμπτώματα. Η πυροδότηση του άγχους περιλαμβάνει βιολογικούς παράγοντες αλλά και πολλές ψυχικές παραμέτρους, όπως τη σχέση με τον εαυτό και τους άλλους, το σύστημα αξιών, τον τρόπο ερμηνείας των καταστάσεων, τις απαιτήσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος και τη δυνατότητα ανταπόκρισης σε αυτές. Το κάθε άτομο βιώνει αυτά τα συμπτώματα και χαρακτηριστικά σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετική ένταση.
Η θεραπεία των διαταραχών άγχους
Η θεραπεία και διαχείριση του άγχους μπορεί να διακριθεί σε τρεις φάσεις (Stanley, Norman & Burrows, 1999). Η πρώτη φάση αφορά τη θεραπεία των ψυχιατρικών και ψυχολογικών δυσκολιών και καταστάσεων που προκύπτουν από τα υψηλά επίπεδα άγχους και στρες. Η δεύτερη φάση αφορά τη διαχείριση της νευροφυσιολογικής διέγερσης που σχετίζεται με τις διαταραχές άγχους. Στην τρίτη φάση της θεραπείας το άτομο μαθαίνει να αναπτύσσει περισσότερο αποτελεσματικές στρατηγικές για τη διαχείριση των ψυχοπιεστικών καταστάσεων στην πορεία της ζωής του και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές σκέψεις και συμπεριφορές προλαμβάνοντας με αυτόν τον τρόπο την εμφάνιση των διαταραχών άγχους.
Η θεραπευτική ύπνωση μπορεί να συμβάλλει και στις τρεις φάσεις της διαχείρισης του άγχους, ενισχύοντας τα θεραπευτικά αποτελέσματα και συμβάλλοντας στη συμμόρφωση του ασθενούς στις παρεμβάσεις. Ο υπνοθεραπευτής πρέπει να είναι εκπαιδευμένος στη συμβουλευτική, την ψυχοθεραπεία και την ύπνωση. Στη διάρκεια της συνεδρίας γίνεται κυρίως ψυχοθεραπεία, σε κατάσταση συνειδητής εγρήγορσης αλλά και σε κατάσταση ύπνωσης, όπου η ύπνωση χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό εργαλείο.
Ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση των διαταραχών άγχους
Οι διαταραχές άγχους μπορούν να αντιμετωπιστούν με ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις, ορισμένων εκ των οποίων η αποτελεσματικότητα είναι τεκμηριωμένη. Η Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική θεραπεία (ΓΣΘ) αποτελεί ένα μοντέλο που συνθέτει χαρακτηριστικά της γνωσιακής και συμπεριφορικής ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης. Η ΓΣΘ αρχικά εισήχθη από τον Aaron Beck ως μέθοδος αντιμετώπισης της κατάθλιψης και στη συνέχεια αναπτύχθηκε για τη διαχείριση των διαταραχών άγχους. Πλέον αποτελεί τη θεραπεία εκλογής, ανεξάρτητα από τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, για τη Διαταραχή Πανικού, τη Γενικευμένη Αγχώδη Διαταραχή και την Κοινωνική Φοβία, ενώ για τις ειδικές φοβίες η συμπεριφοριστική θεραπεία έχει πολύ καλά θεραπευτικά αποτελέσματα.
Ο στόχος της ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης στη ΓΣΘ είναι η αναγνώριση και η τροποποίηση των μοτίβων δυσλειτουργικής σκέψης και συμπεριφοράς. «Η γνωσιακή θεραπεία επιχειρεί να θεραπεύσει τις διαταραχές ενός ατόμου, τροποποιώντας τις γνωσιακές διαδικασίες και απαλείφοντας τους δυσλειτουργικούς τρόπους σκέψης» (Hollon & Beck, 1986). Έτσι, κατά τη διάρκεια της θεραπείας μπορεί να δίνεται ανάλογα μεγαλύτερη έμφαση σε συμπεριφοριστικές ή σε γνωσιακές τεχνικές. Συνήθως, τα συμπεριφοριστικά στοιχεία της αντιμετώπισης στοχεύουν στον έλεγχο των σωματικών συμπτωμάτων και την τροποποίηση των συμπεριφορών που συνδέονται με τη διαταραχή, όπως η αποφυγή. Τα γνωσιακά στοιχεία της ψυχοθεραπείας στοχεύουν στην τροποποίηση των νοητικών διεργασιών που σχετίζονται με τα αγχώδη συμπτώματα. Η ΓΣΘ βασίζεται στη φαινομενολογική προσέγγιση της ψυχοπαθολογίας. Η γνωσιακή διατύπωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια υπόθεση που συνδέει μεταξύ τους:
α) τους μηχανισμούς που προκάλεσαν και διατήρησαν τις δυσκολίες του θεραπευομένου,
β) την προέλευση των μηχανισμών αυτών,
γ) τους εκλυτικούς παράγοντες που πυροδοτούν τους μηχανισμούς αυτούς στο παρόν.
Η θεραπευτική διαδικασία εστιάζει στην υποκειμενική αντίληψη του θεραπευόμενου ως προς το πρόβλημά του. Ο θεραπευτής σκοπεύει να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο ο πελάτης αντιλαμβάνεται τον κόσμο, καθώς και το πως αυτός ο τρόπος τον επηρεάζει συναισθηματικά και καθορίζει τη συμπεριφορά του. Αφού εντοπισθούν τα γνωσιακά λάθη και οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις του θεραπευόμενου, η θεραπεία αποσκοπεί να τροποποιήσει αυτή τη δυσλειτουργική νοητική κατασκευή, ώστε να γίνει περισσότερο λειτουργική για το θεραπευόμενο. Αυτή η διαδικασία τροποποίησης ονομάζεται γνωσιακή αναδόμηση.