MEDYLIFE

Κλινική ύπνωση για τον πόνο

Η υπνωτική αναλγησία

Οι δύο συνηθέστερες εφαρμογές της ύπνωσης στην αντιμετώπιση του πόνου είναι η υπνωτική αναλγησία, δηλαδή η εφαρμογή της ύπνωσης για τη μείωση της ευαισθησίας στον πόνο, και η υπνωτική αναισθησία, δηλαδή η εφαρμογή της ύπνωσης με σκοπό το μούδιασμα της αίσθησης του πόνου. Και στις δύο συνθήκες, ο σημαντικότερος παράγων για την επιτυχία τους είναι η ικανότητα του ασθενούς να εστιάζει την προσοχή του. Η εφαρμογή τεχνικών ύπνωσης στις θεραπευτικές παρεμβάσεις για τον πόνο είναι πολύ σημαντική, διότι επιτρέπει στον ασθενή να εμπλακεί στη διαδικασία επούλωσης και έτσι αισθάνεται ότι αποκτά έλεγχο της υγείας του.

Στο χώρο της ιατρικής, η μέθοδος της υπνωτικής αναλγησίας μπορεί να προσαρμοστεί σε διάφορες καταστάσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η παρέμβαση αποτελείται κυρίως από τέσσερα στάδια (Chaves, 1994). Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει την προετοιμασία του ασθενούς. Όπως είναι αναμενόμενο, οι περισσότεροι ασθενείς προσέρχονται στις θεραπείες με τη χρήση ύπνωσης με διάφορες προσδοκίες. Για να μεγιστοποιηθεί το θεραπευτικό όφελος, ο θεραπευτής κατευθύνει τον ασθενή στον καθορισμό ρεαλιστικών θεραπευτικών στόχων.

Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει την επαγωγή στην ύπνωση, όπου ο θεραπευτής χρησιμοποιεί έμμεσες και άμεσες προτάσεις υποβολής για να βοηθήσει τον ασθενή να εισέλθει σε μια κατάσταση εστιασμένης προσοχής και χαλάρωσης.

Το τρίτο στάδιο περιλαμβάνει τις θεραπευτικές προτάσεις υποβολής και αποτελεί το σημαντικότερο στάδιο στο οποίο ο θεραπευτής εστιάζει την προσοχή του ασθενούς. Στις παρεμβάσεις μείωσης του πόνου, ο θεραπευτής βοηθά τον ασθενή να σχηματίσει στη φαντασία του καταστάσεις, ανεξάρτητα αν είναι πραγματοποιήσιμες, που θα επιτύχουν το στόχο της μείωσης του πόνου. Παράδειγμα είναι η επαγωγή αποσύνδεσης, κατά την οποία ο ασθενής φαντάζεται το χέρι του αποσπασμένο από το σώμα του ή φτιαγμένο από διαφορετικό υλικό.

Το τέταρτο στάδιο περιλαμβάνει τις μετα-υπνωτικές προτάσεις και τον τερματισμό της παρέμβασης. Οι μετα-υπνωτικές προτάσεις επιτρέπουν στον ασθενή να διατηρήσει αυτό το οποίο κατόρθωσε στο πλαίσιο της συνεδρίας, δηλαδή την ικανότητα μείωσης του πόνου, εκτός της υπνωτικής κατάστασης.

Το βασικό στοιχείο της κλινικής ύπνωσης είναι η επαγωγή στην ύπνωση, συνήθως μέσω πρόσκλησης προς το άτομο να εστιάσει την προσοχή του, ακολουθούμενη από προτάσεις που συνήθως αφορούν μεταβολές στην εμπειρία του πελάτη. Πέρα από τα παραπάνω βασικά χαρακτηριστικά, υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ των παρεμβάσεων κλινικής ύπνωσης. Για παράδειγμα, οι προτάσεις επαγωγής σε κατάσταση ύπνωσης μπορούν να διαρκέσουν από δευτερόλεπτα ή πολλά λεπτά μέχρι μία ώρα ή και περισσότερο.

Οι προτάσεις υποβολής μπορεί να διαφοροποιούνται ως προς την ειδικότητά τους, για παράδειγμα να περιγράφουν συγκεκριμένες εμπειρίες ή να αναφέρονται σε γενικότερες «μεταβολές». Επίσης, οι προτάσεις διαφέρουν και ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο, για παράδειγμα μείωση του πόνου, το να νιώθει το άτομο περισσότερο άνετα, απόσπαση της προσοχής από τον πόνο, τροποποίηση των πεποιθήσεων ή των συμπεριφορών του ατόμου, αύξηση της αυτό- αποτελεσματικότητάς του, βελτίωση του ύπνου του.

Οι συνεδρίες μπορεί να περιλαμβάνουν μετα-υπνωτικές προτάσεις, δηλαδή προτάσεις που γίνονται κατά τη διάρκεια της ύπνωσης στον ασθενή αλλά τον προτρέπουν να βιώσει κάποια μεταβολή στην εμπειρία του μετά τη συνεδρία ή εκτός του υπνωτικού πλαισίου. Ακόμη, τα άτομα μπορεί να εκπαιδευτούν στην τεχνική της αυτο-ύπνωσης, η οποία εφαρμόζεται εκτός του θεραπευτικού πλαισίου.

Όταν ο σκοπός της παρέμβασης της κλινικής ύπνωσης είναι η μείωση του πόνου, οι προτάσεις υποβολής μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • την τροποποίηση της αίσθησης του πόνου σε κάτι άλλο, όπως το μούδιασμα,
  • τη μείωση του πόνου,
  • την αύξηση του αισθήματος άνεσης του ατόμου,
  • την απόσπαση της προσοχής από τον πόνο, και
  • την αύξηση της ικανότητας του ατόμου να αγνοεί τον πόνο.